γάντι

γάντι
gant

Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Regardez d'autres dictionnaires:

  • γάντι — Δερμάτινο, πλεκτό ή υφασμάτινο κάλυμμα του χεριού (συνήθως χωρισμένο σε πέντε δάχτυλα) που φοριέται για να το προστατεύει από το κρύο, την επαφή με ακάθαρτα πράγματα ή μόνο για κομψότητα. Το χρησιμοποιούσαν από την αρχαιότατη εποχή στην Αίγυπτο… …   Dictionary of Greek

  • γάντι — το (λ. γαλλ.) 1. κάλυμμα του χεριού από τα δάχτυλα ως τον καρπό, κατασκευασμένο από διάφορα υλικά (μάλλινο, δερμάτινο) για προστασία. 2. φρ., «Μιλώ ή φέρομαι με το γάντι», μιλώ με λεπτότητα, με ευγένεια …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • χειρίδα — η / χειρίς, ῑδος, ΝΜΑ μανίκι, το τμήμα τού ενδύματος που καλύπτει το χέρι από τον ώμο ώς τον καρπό (α. «...και με χειρίδας ανοικτάς», Παπαδ. β. «χειρίδας καὶ προγαστρίδια», Λουκιαν.* γ. «ἐπικατήμενος χειρίδι πλέη ἀργυρίου», Ηρόδ.) νεοελλ. (στον… …   Dictionary of Greek

  • Panhellenic Socialist Movement leadership election, 2007 — A leadership election was held on November 11, 2007 [http://www.pasok.gr/portal/gr//51605/7/7/1/showdoc.html PASOK party site] , Δηλώσεις Γιάννη Ραγκούση προς τους πολιτικούς συντάκτες μετά την συνεδρίαση του Πολιτικού Συμβουλίου του ΠΑΣΟΚ,… …   Wikipedia

  • έκθεση — Γενικός όρος, με τον οποίο στον τομέα της παραγωγής (υλικής, τεχνολογικής, πνευματικής και καλλιτεχνικής), του εμπορίου και της προπαγάνδας (ακόμα και με την πιο ευρεία έννοιά της) υποδηλώνεται η συγκέντρωση σε καθορισμένο τόπο και χρόνο… …   Dictionary of Greek

  • βαρδαμάνα — η 1. η βαρδαζέντα 2. σκοινί στο οποίο κρέμονται τα σωσίβια 3. πάνινο γάντι χωρίς δάχτυλα που το χρησιμοποιούν όταν ράβουν τα ιστία. [ΕΤΥΜΟΛ. < (βεν.) varda mano] …   Dictionary of Greek

  • βαρδαμάς — ο 1. η βαρδαμάνα, το πάνινο γάντι των ναυτικών 2. το ανδρικό μόριο. [ΕΤΥΜΟΛ. < (βεν.) varda mano] …   Dictionary of Greek

  • κουρνιαχτός — και κορνιαχτός και κορνιακτός, ο (Μ κορνιακτός) σκόνη, κονιορτός. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. κο(υ)ρνιαχτός σχηματίστηκε από τον αρχικό τ. κονιορτός ως εξής: κονιορτός > *κορνιοτός, με μετάθεση τού ρ από τον συμφυρμό αυτών τών δύο τ. σχηματίστηκε ο τ.… …   Dictionary of Greek

  • κυνήγι — Η καταδίωξη άγριων ζώων με σκοπό τον φόνο ή τη σύλληψή τους στο φυσικό τους περιβάλλον. Πρωταρχικό κίνητρο του κυνηγού υπήρξε η προμήθεια τροφής· αργότερα ο κυνηγός χρειαζόταν επίσης τα δέρματα, τα οστά και τις τρίχες των θηραμάτων για την… …   Dictionary of Greek

  • μειλίχη — μειλίχη, ἡ (Α) [μείλιχος] ειδικό για πυγμάχους γάντι από ιμάντες ακατέργαστου βοδινού δέρματος ενισχυμένου με κομμάτια σιδήρου, το οποίο άφηνε ακάλυπτα τα δάκτυλα τού χεριού …   Dictionary of Greek

  • μοτοσικλέτα — Οδικό όχημα με κινητήρα και δύο (ή σπανιότερα τρεις) τροχούς, για μεταφορά προσώπων ή και εμπορευμάτων. Όπως το αυτοκίνητο προήλθε από τις άμαξες, στις οποίες τοποθετήθηκαν κινητήρες ατμού ή εσωτερικής καύσης, έτσι και οι πρώτες μ. γεννήθηκαν από …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”